- ανεπιστημονικός
- bilime aykırı, bilim dışı
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ανεπιστημονικός — ή, ό (Α ἀνεπιστημονικός, ή, όν) αυτός που δεν στηρίζεται σε επιστημονικά δεδομένα … Dictionary of Greek
ἀνεπιστημονικῇ — ἀνεπιστημονικός non scientific fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)